- φριχτός
- η , ό ужасный, ужасающий, страшный;
φριχτό θέαμα — ужасное зрелище;
φριχτός θάνατος — ужасная смерть;
φριχτοί πόνοι — страшные боли;
φριχτή κατάσταση — ужасное положение
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φριχτό θέαμα — ужасное зрелище;
φριχτός θάνατος — ужасная смерть;
φριχτοί πόνοι — страшные боли;
φριχτή κατάσταση — ужасное положение
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φριχτός — ή, ό, Ν βλ. φρικτός … Dictionary of Greek
φριχτός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που προκαλεί φρίκη, αποστροφή, ο φρικιαστικός, ο αποκρουστικός, ο απαίσιος, ο φρικαλέος, ο ανατριχιαστικός: Ήταν φριχτό το θέαμα της σφαγής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άρρητος — η, ο (AM ἄρρητος, ον) ο ανέκφραστος, ο απερίγραπτος νεοελλ. άρρητα ανοησίες, κουταμάρες (φρ., «άρρατα μάραθα», «άρρατ αθέμιτα», «άρρατα θέματα», «άρρατα ρήματα») αρχ. 1. αυτός που δεν επιτρέπεται να λεχθεί, ο μυστικός 2. ο απερίγραπτος, ο φριχτός … Dictionary of Greek
ταρταρώδης — ῶδες, ΜΑ [Τάρταρος] αυτός που μοιάζει με τον Τάρταρο, φριχτός … Dictionary of Greek
φρικτός — ή, ό / φρικτός, ή, όν, ΝΜΑ, και φριχτός Ν [φρίσσω] 1. αυτός που προκαλεί φρίκη, φρικαλέος, φρικιαστικός 2. ειδεχθής, απαίσιος μσν. αυτός που προκαλεί έκπληξη, κατάπληξη («ἀκατάληπτον ὑπάρχει, Δέσποινα, τὸ πεπραγμένον ἐπὶ σοὶ φρικτὸν μυστήριον»,… … Dictionary of Greek
απαίσιος — α, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν είναι αίσιος, δεν είναι ευνοϊκός: Τα προμηνύματα φαίνονταν απαίσια, αυτός όμως δεν τους έδινε σημασία. 2. φριχτός, αποκρουστικός: Όλοι αναστατωμένοι μιλούσαν για το απαίσιο έγκλημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φοβερός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που προξενεί φόβο, τρόμο, τρομερός, τρομαχτικός: Πικρή ναι η φοβερότατη του κόσμου ανεμοζάλη (Δ. Σολωμός). – Φοβερός σεισμός. 2. αυτός που προκαλεί φρίκη, φριχτός, φρικαλέος, φρικιαστικός, αποτροπιαστικός: Φοβερή… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φρικιαστικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που προξενεί φρικίαση ή φρίκη, ανατριχιαστικός, αποτροπιαστικός, φριχτός: Φρικιαστικό θέαμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)